- ευτολμία
- η (ΑΜ εὐτολμία) [εύτολμος]μεγάλη τόλμη, μεγάλη γενναιότητα, μεγάλο θάρρος, μεγάλο ψυχικό σθένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐτολμία — εὐτολμίᾱ , εὐτολμία courage fem nom/voc/acc dual εὐτολμίᾱ , εὐτολμία courage fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτολμίᾳ — εὐτολμίαι , εὐτολμία courage fem nom/voc pl εὐτολμίᾱͅ , εὐτολμία courage fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτολμίας — εὐτολμίᾱς , εὐτολμία courage fem acc pl εὐτολμίᾱς , εὐτολμία courage fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτολμίαι — εὐτολμία courage fem nom/voc pl εὐτολμίᾱͅ , εὐτολμία courage fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτολμίαν — εὐτολμίᾱν , εὐτολμία courage fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτολμίαις — εὐτολμία courage fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθάρσεια — εὐθάρσεια και εὐθαρσία, ἡ (Α) [ευθαρσής] ευτολμία, ευψυχία … Dictionary of Greek
ευψυχία — η (ΑΜ εὐψυχία) [εύψυχος Ι] ψυχικό σθένος, υψηλό φρόνημα, ευτολμία, γενναιοψυχία, ανδρεία, αποφασιστικότητα αρχ. ψυχική αγαθότητα, αντίθ. τού κακοψυχία … Dictionary of Greek
Βενιζέλος, Ελευθέριος — (Μουρνιές, Κρήτη 1864 – Παρίσι 1936).Πρωθυπουργός επί σειρά ετών, ο πρώτος πολιτικός της χώρας που ονομάστηκε Εθνάρχης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στα Χανιά (1886), ενώ γρήγορα αναμείχτηκε και στην… … Dictionary of Greek
ԲԱՐԷՅԱՆԴԳՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 458 Chronological Sequence: 6c գ. εὑτολμία confidentia Գեղեցիկ յանդգնութիւն, կամ գովելի համարձակութիւն. քաջ վստահութիւն առաքինաց. *Հետեւեալ լինի արիութեան բարէյանդգնութիւնն. Արիստ. առաք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)